τυφαόνιος

τυφαόνιος
-ία, -ον, Α
(επικ. τ.) βλ. τυφώνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”